Το Deloitte AI Institute παρουσίασε την 3η τριμηνιαία έκδοση της έκθεσης “State of Generative AI in the Enterprise”, αποτυπώνοντας την τρέχουσα κατάσταση υιοθέτησης και ανάπτυξης του GenAI και τον τρόπο με τον οποίο οι οργανισμοί ξεπερνούν τα εμπόδια για να δημιουργήσουν αξία σε μεγάλη κλίμακα.
Η έκθεση “The State of Generative AI in the Enterprise: Now decides Next” βασίζεται σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε 2.770 ερωτηθέντες από διευθυντές έως C-suite στελέχη σε 14 χώρες. Αν και οι ερωτηθέντες έχουν διαφορετικό εύρος εμπειρίας σε σχέση με το Generative AI, όλοι έχουν εμπειρία με την Τεχνητή Νοημοσύνη και δοκιμάζουν ή εφαρμόζουν το GenAI στους οργανισμούς τους.
«Παρατηρούμε συνεχή ενθουσιασμό για το GenAI σε όλους τους οργανισμούς και τις διοικήσεις να αντλούν τη μέγιστη αξία από την τεχνολογία, ενσωματώνοντάς την σε κρίσιμες επιχειρηματικές λειτουργίες και διαδικασίες. Η έρευνά μας αποκαλύπτει ότι τα κορυφαία οφέλη του GenAI δεν περιορίζονται μόνο στη βελτίωση της αποδοτικότητας, της παραγωγικότητας και στη μείωση του κόστους. Πάνω από τους μισούς ερωτηθέντες επισημαίνουν τη συμβολή του στην αύξηση της καινοτομίας, στη βελτίωση προϊόντων και υπηρεσιών, στην ενίσχυση των σχέσεων με τους πελάτες και σε άλλες μορφές αξίας. Η ποικιλομορφία αυτών των πηγών αξίας αναδεικνύει τις τεράστιες δυνατότητες και την ευελιξία αυτής της μετασχηματιστικής τεχνολογίας», δήλωσε ο Costi Perricos, Generative AI leader, Deloitte Global.
«Καθώς η χρήση του GenAI αρχίζει να αποδίδει, γίνεται σαφές ότι έχουμε φτάσει σε ένα κρίσιμο σημείο, όπου απαιτείται η εξισορρόπηση των υψηλών προσδοκιών των διοικήσεων των επιχειρήσεων με προκλήσεις όπως η ποιότητα των δεδομένων, το κόστος των επενδύσεων, η αποτελεσματική μέτρηση και το διαρκώς εξελισσόμενο ρυθμιστικό πλαίσιο. Η τριμηνιαία έρευνά μας διαπιστώνει ότι τώρα, περισσότερο από ποτέ, η εμπιστοσύνη στις δυνατότητες του GenAI, η ενσωμάτωσή του στη λειτουργία των επιχειρήσεων και η εκπαίδευση του ανθρώπινου δυναμικού είναι κρίσιμα στοιχεία για την υπέρβαση των εμποδίων και την οικοδόμηση ενός σταθερού μέλλοντος με το GenAI», δήλωσε ο Νίκος Χριστοδούλου, Partner, Consulting Leader της Deloitte Ελλάδος.
Η διαχείριση του κύκλου ζωής των δεδομένων ως θεμέλιο για την ανάπτυξη του GenAI
Τα δεδομένα βρίσκονται στο επίκεντρο της στρατηγικής των ηγετών με γνώση της AI, με το 75% των οργανισμών να αυξάνουν τις τεχνολογικές επενδύσεις στη διαχείριση δεδομένων λόγω του GenAI. Ωστόσο, καθώς οι επιχειρήσεις επιδιώκουν περαιτέρω εφαρμογή του, προκύπτουν απρόβλεπτα εμπόδια, με το 55% των οργανισμών να αποφεύγει συγκεκριμένες περιπτώσεις χρήσης του GenAI λόγω ζητημάτων που σχετίζονται με τα δεδομένα.
Η επίλυση αυτών των θεμάτων αποτελεί κρίσιμο βήμα για την αντιμετώπιση των απαιτήσεων της αρχιτεκτονικής δεδομένων που σχετίζονται με το GenAI.
Για τον εκσυγχρονισμό των δυνατοτήτων τους, οι οργανισμοί ενισχύουν την ασφάλεια των δεδομένων (54%), βελτιώνουν τις πρακτικές ποιότητας (48%) και αναβαθμίζουν το πλαίσιο διακυβέρνησης δεδομένων ή εισάγουν νέες πολιτικές διαχείρισής τους (45%).
Ο αρχικός ενθουσιασμός μετριάζεται από την πραγματικότητα
Οι συμμετέχοντες στην έρευνα αναφέρουν ότι, παρόλο που τα ανώτερα στελέχη και τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων εξακολουθούν να δείχνουν ενδιαφέρον για το GenAI, υπάρχουν ενδείξεις ότι ο ενθουσιασμός αρχίζει να μειώνεται καθώς η αρχική γοητεία της «νέας τεχνολογίας» φθίνει.
Αν και το ενδιαφέρον παραμένει «υψηλό» ή «πολύ υψηλό» για την πλειονότητα των ανώτερων στελεχών (63%) και των μελών των διοικητικών συμβουλίων (53%), αυτά τα ποσοστά έχουν μειωθεί σε σύγκριση με την έρευνα του πρώτου τριμήνου του 2024, παρουσιάζοντας πτώση κατά 11 και 8 ποσοστιαίες μονάδες αντίστοιχα.
Ενώ ο στόχος είναι η επιλογή και η ταχεία, ευρύτερη χρήση των έργων GenAI με τη μεγαλύτερη δυναμική για δημιουργία αξίας, πολλές από αυτές τις πρωτοβουλίες παραμένουν σε πιλοτικό στάδιο, με τη μεγάλη πλειονότητα των ερωτηθέντων (68%) να αναφέρουν ότι οι οργανισμοί τους έχουν μεταφέρει το 30% ή λιγότερο από τα πειράματα GenAI στην πλήρη παραγωγή.
Σε τεντωμένο σκοινί
Αν και η διαχείριση των κινδύνων του GenAI θεωρείται κρίσιμη από τους ερωτηθέντες, τρία από τα τέσσερα σημαντικότερα εμπόδια για την επιτυχή ανάπτυξή του σχετίζονται με τους κινδύνους που απορρέουν από τη χρήση του, όπως η συμμόρφωση με τις κανονιστικές διατάξεις (36%), η δυσκολία στη διαχείριση κινδύνων (30%) και η έλλειψη μοντέλου διακυβέρνησης (29%).
Αυτά τα ζητήματα ενισχύονται από συγκεκριμένους κινδύνους που σχετίζονται με το GenAI, όπως η παρουσία συστηματικών σφαλμάτων στις AI πλατφόρμες που τις αναγκάζουν να κάνουν εσφαλμένες προβλέψεις, οι ανησυχίες για την ιδιωτικότητα και η ανάγκη προστασίας από νέες μορφές επιθέσεων.
Για να χτίσουν εμπιστοσύνη και να διασφαλίσουν την υπεύθυνη χρήση του GenAI, οι οργανισμοί αναπτύσσουν νέες προστατευτικές γραμμές και εποπτικές δυνατότητες. Οι πιο σημαντικές πρωτοβουλίες που αναλαμβάνουν οι επιχειρήσεις είναι η δημιουργία πλαισίου διακυβέρνησης για τη χρήση εργαλείων και εφαρμογών GenAI (51%), η παρακολούθηση των κανονιστικών απαιτήσεων και η διασφάλιση της συμμόρφωσης (49%) και η διενέργεια εσωτερικών ελέγχων/δοκιμών στα εργαλεία και τις εφαρμογές GenAI (43%).
Αυξανόμενη ανάγκη για την ανάδειξη της αξίας των πρωτοβουλιών GenAI
Παρόλο που οι οργανισμοί έχουν αντιληφθεί έμπρακτα την αξία του GenAI, το 41% δυσκολεύεται να καθορίσει και να μετρήσει τις ακριβείς επιπτώσεις των προσπαθειών τους και μόνο το 16% παρέχει τακτικές εκθέσεις στην διοίκηση σχετικά με την αξία που παράγεται από αυτό.
Καθώς οι εφαρμογές και οι τρόποι λειτουργίας ωριμάζουν, οι επικεφαλής των οργανισμών τείνουν να είναι λιγότερο διατεθειμένοι να επενδύσουν βασισμένοι αποκλειστικά σε ένα όραμα ή φοβούμενοι ότι θα μείνουν πίσω – και δίνουν τώρα μεγαλύτερη έμφαση στη μέτρηση της απόδοσης προκειμένου να διατηρήσουν το ενδιαφέρον και την υποστήριξη των ανώτερων στελεχών και του διοικητικού συμβουλίου.
Για να αποδείξουν την αξία του GenAI, οι οργανισμοί χρησιμοποιούν συγκεκριμένους δείκτες αποτελεσματικότητας για την αξιολόγηση της απόδοσης (48%), δημιουργούν πλαίσιο για την αξιολόγηση των επενδύσεων (38%) και παρακολουθούν τις αλλαγές στην παραγωγικότητα των εργαζομένων (38%).